εξισλαμίζω

εξισλαμίζω
πείθω ή εξαναγκάζω κάποιον να αποκηρύξει τη θρησκευτική του πίστη και να ασπαστεί τη θρησκεία τού Ισλάμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξισλαμίζω — εξισλαμίζω, εξισλάμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξισλαμίζω — εξισλάμισα, εξισλαμίστηκα, εξισλαμισμένος, μτβ., κάνω κάποιον οπαδό του Ισλάμ, τον μεταβάλλω σε μωαμεθανό: Στην τουρκοκρατία πολλοί Έλληνες εξισλαμίστηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξισλάμιση — η [εξισλαμίζω] ο εξισλαμισμός …   Dictionary of Greek

  • εξισλαμισμός — ο [εξισλαμίζω] αποκήρυξη τής θρησκευτικής πίστης και προσχώρηση στη θρησκεία τού Ισλάμ …   Dictionary of Greek

  • μουσουλμανίζω — (Μ) [μουσουλμάνος] 1. ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, γίνομαι μουσουλμάνος 2. κάνω κάποιον οπαδό τού μουσουλμανισμού, εξισλαμίζω …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”